Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συναισθηματισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συναισθηματικός
-
σχηματισμός
-
βηματισμός
-
στοιχηματισμός
-
αισθηματικός
)
Συνώνυμα
συναίσθημα
συναισθηματική αντίληψη
συναισθηματικότητα
3
Αντώνυμα
αναισθησία
απάθεια
ψυχρότητα
3
Ορισμός
Η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς τα συναισθήματα των άλλων και να τα νιώθει βαθιά.
Η ευαισθησία στα συναισθήματα και τις ψυχικές καταστάσεις των άλλων.
2
Παραδείγματα
Ο συναισθηματισμός του τον βοήθησε να καταλάβει τον πόνο του φίλου του.
Η συναισθηματικότητα της δασκάλας έκανε τους μαθητές να νιώθουν ασφάλεια.
2