Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνδυάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνδυάζω
)
Συνώνυμα
ενώσω
συνδέσω
συγχρονίσω
συνεργάζομαι
4
Αντώνυμα
διαχωρίζω
χωρίζω
αποσυνδέω
3
Ορισμός
Να ενώσω ή να συνδέσω διαφορετικά πράγματα ή ιδέες για να δημιουργήσω ένα ενιαίο σύνολο.
Να συνδυάσω δυνάμεις ή προσπάθειες με άλλους για έναν κοινό σκοπό.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να συνδυάσω τα χρώματα με προσοχή για να φτιάξω έναν αρμονικό χρωματικό συνδυασμό.
Θα συνδυάσουμε τις γνώσεις μας για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
2