Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεδριάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνεδρία
-
συνεδρίαση
)
Συνώνυμα
συνεδρεύω
συμμετέχω σε συνεδρίαση
συγκεντρώνομαι
3
Αντώνυμα
αποχωρώ
εγκαταλείπω
διαλύω
3
Ορισμός
Συμμετέχω σε συνεδρίαση ή συνέλευση.
Βρίσκομαι σε συνεδρίαση μαζί με άλλους.
2
Παραδείγματα
Οι βουλευτές συνεδριάζουν για να συζητήσουν το νομοσχέδιο.
Το διοικητικό συμβούλιο θα συνεδριάσει αύριο το πρωί.
2