1. Λέξη
    συνεδριάζω (ρήμα) - (παρόμοια: συνεδρία - συνεδρίαση)
  2. Συνώνυμα
    • συνεδρεύω
    • συμμετέχω σε συνεδρίαση
    • συγκεντρώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχωρώ
    • εγκαταλείπω
    • διαλύω
    3
  4. Ορισμός
    • Συμμετέχω σε συνεδρίαση ή συνέλευση.
    • Βρίσκομαι σε συνεδρίαση μαζί με άλλους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι βουλευτές συνεδριάζουν για να συζητήσουν το νομοσχέδιο.
    • Το διοικητικό συμβούλιο θα συνεδριάσει αύριο το πρωί.
    2