Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνετός (επίθετο) - (παρόμοια:
συνειδητός
-
συνεργός
-
συνεταιρισμός
-
συνεταίρος
)
Συνώνυμα
έξυπνος
οξύνους
φρόνιμος
3
Αντώνυμα
ανόητος
βλάκας
χαζός
3
Ορισμός
Έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει και να σκέφτεται γρήγορα και αποτελεσματικά.
Εμφανίζει σοφία και καλή κρίση σε πρακτικά ζητήματα.
2
Παραδείγματα
Ο συνετός άνθρωπος σκέφτεται πριν μιλήσει.
Η συνετή απόφαση του έσωσε την εταιρεία από μεγάλη ζημιά.
2