Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεχόμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
ενδεχόμενος
-
ερχόμενος
)
Συνώνυμα
συνεχής
αδιάκοπος
διαρκής
3
Αντώνυμα
διακεκομμένος
ασυνεχής
παραλλαγμένος
3
Ορισμός
που συνεχίζεται χωρίς διακοπή
που παρουσιάζει συνέχεια σε χρόνο ή χώρο
που δεν έχει διαλείμματα ή παύσεις
3
Παραδείγματα
Ο συνεχόμενος βροχής έκανε τα ποτάμια να ξεχειλίσουν.
Η συνεχόμενη προσπάθειά του τελικά απέδωσε καρπούς.
Έχουμε συνεχόμενες επικοινωνίες με τους πελάτες μας.
3