Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντομότερος (επίθετο) - (παρόμοια:
συντομία
)
Συνώνυμα
πιο σύντομος
πιο γρήγορος
πιο βιαστικός
3
Αντώνυμα
πιο μακρύς
πιο αργός
πιο χρονοβόρος
3
Ορισμός
Επιθετικός βαθμός του 'σύντομος', που δηλώνει τη μικρότερη διάρκεια ή έκταση σε σχέση με άλλα.
Αυτός που έχει τη μικρότερη χρονική διάρκεια ή έκταση.
2
Παραδείγματα
Αυτή είναι η συντομότερη διαδρομή για να φτάσεις στο σπίτι.
Η συντομότερη συνάντηση που είχα ποτέ διήρκεσε μόνο πέντε λεπτά.
2