1. Λέξη
    συντομότερος (επίθετο) - (παρόμοια: συντομία)
  2. Συνώνυμα
    • πιο σύντομος
    • πιο γρήγορος
    • πιο βιαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • πιο μακρύς
    • πιο αργός
    • πιο χρονοβόρος
    3
  4. Ορισμός
    • Επιθετικός βαθμός του 'σύντομος', που δηλώνει τη μικρότερη διάρκεια ή έκταση σε σχέση με άλλα.
    • Αυτός που έχει τη μικρότερη χρονική διάρκεια ή έκταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή είναι η συντομότερη διαδρομή για να φτάσεις στο σπίτι.
    • Η συντομότερη συνάντηση που είχα ποτέ διήρκεσε μόνο πέντε λεπτά.
    2