Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σφάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σφαγιάζω
)
Συνώνυμα
θυσιάζω
σκοτώνω
εκτελώ
3
Αντώνυμα
σώζω
προστατεύω
φυλάσσω
3
Ορισμός
Να σκοτώνω ένα ζώο, συνήθως για θυσία ή για τροφή.
Να εξοντώνω βίαια ανθρώπους, συχνά σε μεγάλους αριθμούς.
2
Παραδείγματα
Οι αρχαίοι Έλληνες σφάζαν τα ζώα ως προσφορά στους θεούς.
Κατά τον πόλεμο, πολλοί αθώοι άνθρωποι σφάχτηκαν απηνώς.
2