1. Λέξη
    σφάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σφαγιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • θυσιάζω
    • σκοτώνω
    • εκτελώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σώζω
    • προστατεύω
    • φυλάσσω
    3
  4. Ορισμός
    • Να σκοτώνω ένα ζώο, συνήθως για θυσία ή για τροφή.
    • Να εξοντώνω βίαια ανθρώπους, συχνά σε μεγάλους αριθμούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι αρχαίοι Έλληνες σφάζαν τα ζώα ως προσφορά στους θεούς.
    • Κατά τον πόλεμο, πολλοί αθώοι άνθρωποι σφάχτηκαν απηνώς.
    2