1. Λέξη
    σύλληψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αντισύλληψη)
  2. Συνώνυμα
    • κατάληψη
    • αντιληπτικότητα
    • κατανόηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροσεξία
    • αδιαφορία
    • αγνοία
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της κατανόησης ή της αποδοχής μιας ιδέας ή μιας πληροφορίας.
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της σύλληψης, δηλαδή της αρπαγής ή της κατάληψης κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σύλληψη της θεωρίας ήταν δύσκολη για τους μαθητές.
    • Η σύλληψη του ύποπτου έγινε χθες το βράδυ από την αστυνομία.
    2