Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τείνω (ρήμα) - (παρόμοια:
προτείνω
)
Συνώνυμα
αποσκοπώ
κατευθύνομαι
προσπαθώ
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απομακρύνομαι
2
Ορισμός
να κινούμαι ή να κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή στόχο
να έχω μια τάση ή μια γενική κατεύθυνση
να επιδιώκω ή να στοχεύω σε κάτι
3
Παραδείγματα
Η συζήτηση τείνει προς το τέλος.
Οι τιμές τείνουν να αυξηθούν το επόμενο διάστημα.
Τείνω να πιστεύω ότι έχει δίκιο.
3