1. Λέξη
    τείνω (ρήμα) - (παρόμοια: προτείνω)
  2. Συνώνυμα
    • αποσκοπώ
    • κατευθύνομαι
    • προσπαθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απομακρύνομαι
    2
  4. Ορισμός
    • να κινούμαι ή να κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή στόχο
    • να έχω μια τάση ή μια γενική κατεύθυνση
    • να επιδιώκω ή να στοχεύω σε κάτι
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συζήτηση τείνει προς το τέλος.
    • Οι τιμές τείνουν να αυξηθούν το επόμενο διάστημα.
    • Τείνω να πιστεύω ότι έχει δίκιο.
    3