1. Λέξη
    τεχνικώς (επίρρημα) - (παρόμοια: τεχνική - τεχνικός)
  2. Συνώνυμα
    • επιδεξίως
    • ειδικώς
    • εξειδικευμένα
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροσεκτικά
    • αδέξια
    • αμαθητικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που αφορά ή χαρακτηρίζεται από τεχνική γνώση ή δεξιότητα.
    • Σε σχέση με τις μεθόδους ή τις διαδικασίες μιας τέχνης, επιστήμης ή επαγγέλματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πρόβλημα επιλύθηκε τεχνικώς από τους ειδικούς.
    • Η εργασία εκτελέστηκε τεχνικώς άψογα.
    2