Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τεχνικώς (επίρρημα) - (παρόμοια:
τεχνική
-
τεχνικός
)
Συνώνυμα
επιδεξίως
ειδικώς
εξειδικευμένα
3
Αντώνυμα
απροσεκτικά
αδέξια
αμαθητικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που αφορά ή χαρακτηρίζεται από τεχνική γνώση ή δεξιότητα.
Σε σχέση με τις μεθόδους ή τις διαδικασίες μιας τέχνης, επιστήμης ή επαγγέλματος.
2
Παραδείγματα
Το πρόβλημα επιλύθηκε τεχνικώς από τους ειδικούς.
Η εργασία εκτελέστηκε τεχνικώς άψογα.
2