Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τηγανητό (επίθετο) - (παρόμοια:
τηγανητός
-
τηγανίτα
-
τηγανιτός
)
Συνώνυμα
ψητό
τηγανισμένο
2
Αντώνυμα
ωμό
αψήφιστο
2
Ορισμός
Παρασκευασμένο με τηγάνισμα, δηλαδή ψημένο σε λάδι ή άλλο λιπαρό υγρό.
Αναφέρεται σε τρόφιμο που έχει μαγειρευτεί σε καυτό λάδι.
2
Παραδείγματα
Το τηγανητό ψάρι είναι πολύ νόστιμο.
Η γιαγιά μου κάνει τα καλύτερα τηγανητά πατάκια.
2