1. Λέξη
    τολμήσουν (ρήμα) - (παρόμοια: τολμήσω - τιμήσουν - τολμήσετε)
  2. Συνώνυμα
    • τολμώ
    • αποτολμώ
    • τολμάω
    3
  3. Αντώνυμα
    • δειλιάζω
    • φοβάμαι
    • διστάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω το θάρρος ή την τόλμη να κάνω κάτι.
    • Να διακινδυνεύω κάτι χωρίς φόβο ή δισταγμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτός ήταν ο μόνος που τολμήσει να αντιταχθεί στον τύραννο.
    • Δεν θα τολμήσει να έρθει εδώ μετά από όσα έκανε.
    2