Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τολμήσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
τολμήσω
-
τιμήσουν
-
τολμήσετε
)
Συνώνυμα
τολμώ
αποτολμώ
τολμάω
3
Αντώνυμα
δειλιάζω
φοβάμαι
διστάζω
3
Ορισμός
Να έχω το θάρρος ή την τόλμη να κάνω κάτι.
Να διακινδυνεύω κάτι χωρίς φόβο ή δισταγμό.
2
Παραδείγματα
Αυτός ήταν ο μόνος που τολμήσει να αντιταχθεί στον τύραννο.
Δεν θα τολμήσει να έρθει εδώ μετά από όσα έκανε.
2