1. Λέξη
    τράνταγμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σύνταγμα - τράβηγμα)
  2. Συνώνυμα
    • θόρυβος
    • κραυγή
    • βρόντος
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπή
    • ησυχία
    2
  4. Ορισμός
    • Ήχος που προκαλείται από την πρόσκρουση δύο σκληρών αντικειμένων.
    • Έντονος και δυνατός θόρυβος που προκαλεί σύγχυση ή ταραχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έκανε ένα μεγάλο τράνταγμα όταν έπεσε το ποτήρι στο πάτωμα.
    • Το τράνταγμα της πόρτας ξύπνησε όλους στο σπίτι.
    2