Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τράνταγμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σύνταγμα
-
τράβηγμα
)
Συνώνυμα
θόρυβος
κραυγή
βρόντος
3
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
Ήχος που προκαλείται από την πρόσκρουση δύο σκληρών αντικειμένων.
Έντονος και δυνατός θόρυβος που προκαλεί σύγχυση ή ταραχή.
2
Παραδείγματα
Έκανε ένα μεγάλο τράνταγμα όταν έπεσε το ποτήρι στο πάτωμα.
Το τράνταγμα της πόρτας ξύπνησε όλους στο σπίτι.
2