Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρομαχτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τρομακτικός
-
τρομοκρατικός
-
τροφικός
-
τροπικός
-
τρομακτικά
-
ρομαντικός
)
Συνώνυμα
φοβερός
τρομακτικός
εκφοβιστικός
3
Αντώνυμα
καθησυχαστικός
ηρεμιστικός
αποτελεσματικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί τρόμο ή φόβο.
Που έχει τη δυνατότητα να τρομάξει ή να εκφοβίσει.
2
Παραδείγματα
Ο τρομαχτικός θόρυβος τον έκανε να πηδήξει από το κρεβάτι.
Η ταινία ήταν πολύ τρομαχτική για τα παιδιά.
2