Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρομερά (επίρρημα) - (παρόμοια:
τρομερό
-
τρομερός
)
Συνώνυμα
φοβερά
εκπληκτικά
απίστευτα
3
Αντώνυμα
ασήμαντα
αδιάφορα
μετριόφρων
3
Ορισμός
Με τρόμο ή φόβο.
Σε πολύ μεγάλο βαθμό ή ένταση.
2
Παραδείγματα
Τρομερά φοβόταν να περάσει από το σκοτεινό δάσος.
Η ομάδα έπαιξε τρομερά καλά στο τελευταίο παιχνίδι.
2