1. Λέξη
    τροπολογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απολογία - αστρολογία - τεχνολογία)
  2. Συνώνυμα
    • τροποποιητική
    • τροπολογία
    • τροποποίηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμεταβλητότητα
    • σταθερότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η επιστήμη ή η μελέτη των τρόπων και των μεθόδων με τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν ή να προσαρμοστούν διάφορα πράγματα.
    • Η διαδικασία ή η ενέργεια της τροποποίησης ή της προσαρμογής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τροπολογία του νόμου προκάλεσε έντονες συζητήσεις στη βουλή.
    • Η τροπολογία των όρων της σύμβασης έγινε μετά από συμφωνία και των δύο μερών.
    2