Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τροπολογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απολογία
-
αστρολογία
-
τεχνολογία
)
Συνώνυμα
τροποποιητική
τροπολογία
τροποποίηση
3
Αντώνυμα
αμεταβλητότητα
σταθερότητα
2
Ορισμός
Η επιστήμη ή η μελέτη των τρόπων και των μεθόδων με τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν ή να προσαρμοστούν διάφορα πράγματα.
Η διαδικασία ή η ενέργεια της τροποποίησης ή της προσαρμογής.
2
Παραδείγματα
Η τροπολογία του νόμου προκάλεσε έντονες συζητήσεις στη βουλή.
Η τροπολογία των όρων της σύμβασης έγινε μετά από συμφωνία και των δύο μερών.
2