Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρώγλη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρώγω
)
Συνώνυμα
τρύπα
οπή
σπηλιά
χαντάκι
4
Αντώνυμα
ύψωμα
ανάχωμα
προεξοχή
3
Ορισμός
Μικρή τρύπα ή σήραγγα στο έδαφος, συχνά φτιαγμένη από ζώα.
Στενό πέρασμα ή δίοδος.
Σπηλιά ή καταφύγιο για ζώα.
3
Παραδείγματα
Η αλεπού έκανε μια τρώγλη κάτω από τον φράχτη.
Ο λαγός κρύφτηκε μέσα στην τρώγλη.
Βρήκαν μια τρώγλη που οδηγούσε σε ένα υπόγειο δωμάτιο.
3