1. Λέξη
    τσιρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: τρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • τρίζω
    • κριτσανίζω
    • τρίβω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπώ
    • ησυχάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Εκπέμπω ήχο που μοιάζει με τρίξιμο, συνήθως λόγω τριβής ή πίεσης.
    • Κάνω έναν διαπεραστικό ήχο, συνήθως δηλώνοντας δυσφορία ή ένταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα παλιά σκαλιά τσιρίζουν κάθε φορά που τα πατάω.
    • Οι πόρτες του σπιτιού τσιρίζουν όταν τις ανοίγεις.
    2