Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσιρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
τρίζω
)
Συνώνυμα
τρίζω
κριτσανίζω
τρίβω
3
Αντώνυμα
σιωπώ
ησυχάζω
2
Ορισμός
Εκπέμπω ήχο που μοιάζει με τρίξιμο, συνήθως λόγω τριβής ή πίεσης.
Κάνω έναν διαπεραστικό ήχο, συνήθως δηλώνοντας δυσφορία ή ένταση.
2
Παραδείγματα
Τα παλιά σκαλιά τσιρίζουν κάθε φορά που τα πατάω.
Οι πόρτες του σπιτιού τσιρίζουν όταν τις ανοίγεις.
2