Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τυπώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
τυπώνω
)
Συνώνυμα
εκτυπώσω
αποτυπώσω
σφραγίσω
3
Αντώνυμα
διαγράψω
ακυρώσω
αποσύρω
3
Ορισμός
Να πατήσω κάτι με μια μηχανή ή μια συσκευή για να δημιουργήσω ένα αντίγραφο.
Να σημαδέψω ή να αφήσω ένα σημάδι σε μια επιφάνεια.
Να εκτυπώσω ένα έγγραφο ή μια εικόνα.
3
Παραδείγματα
Θα τυπώσω το άρθρο για να το διαβάσω αργότερα.
Ο καλλιτέχνης τυπώνει τα έργα του σε χαρτί υψηλής ποιότητας.
Μπορείς να τυπώσεις αυτό το έγγραφο για μένα;
3