1. Λέξη
    τυπώσω (ρήμα) - (παρόμοια: τυπώνω)
  2. Συνώνυμα
    • εκτυπώσω
    • αποτυπώσω
    • σφραγίσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαγράψω
    • ακυρώσω
    • αποσύρω
    3
  4. Ορισμός
    • Να πατήσω κάτι με μια μηχανή ή μια συσκευή για να δημιουργήσω ένα αντίγραφο.
    • Να σημαδέψω ή να αφήσω ένα σημάδι σε μια επιφάνεια.
    • Να εκτυπώσω ένα έγγραφο ή μια εικόνα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα τυπώσω το άρθρο για να το διαβάσω αργότερα.
    • Ο καλλιτέχνης τυπώνει τα έργα του σε χαρτί υψηλής ποιότητας.
    • Μπορείς να τυπώσεις αυτό το έγγραφο για μένα;
    3