Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπηρεσιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
υπηρεσία
)
Συνώνυμα
εξυπηρετικός
υποχρεωτικός
βοηθητικός
3
Αντώνυμα
αυθαίρετος
αυτοτελής
ανεξάρτητος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με την υπηρεσία ή εξυπηρέτηση
που χαρακτηρίζεται από την τάση να βοηθά ή να εξυπηρετεί
2
Παραδείγματα
Ο υπηρεσιακός του χαρακτήρας τον έκανε αγαπητό στους συναδέλφους του.
Η υπηρεσιακή συμπεριφορά είναι απαραίτητη σε επαγγέλματα που απαιτούν επαφή με το κοινό.
2