Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποδειγματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
υπαξιωματικός
-
υποθετικός
)
Συνώνυμα
παραδειγματικός
εντυπωσιακός
αντιπροσωπευτικός
3
Αντώνυμα
ατυπικός
αντιπαραδειγματικός
ασυνήθιστος
3
Ορισμός
Που αποτελεί υπόδειγμα ή πρότυπο.
Που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αξία ή ποιότητα και μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος ήταν υποδειγματικός στη συμπεριφορά του.
Η εργασία της ήταν υποδειγματική και χρησίμευσε ως πρότυπο για τους υπόλοιπους.
2