1. Λέξη
    υποδειγματικός (επίθετο) - (παρόμοια: υπαξιωματικός - υποθετικός)
  2. Συνώνυμα
    • παραδειγματικός
    • εντυπωσιακός
    • αντιπροσωπευτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατυπικός
    • αντιπαραδειγματικός
    • ασυνήθιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Που αποτελεί υπόδειγμα ή πρότυπο.
    • Που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αξία ή ποιότητα και μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ήταν υποδειγματικός στη συμπεριφορά του.
    • Η εργασία της ήταν υποδειγματική και χρησίμευσε ως πρότυπο για τους υπόλοιπους.
    2