1. Λέξη
    υποτροφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υποτροπή)
  2. Συνώνυμα
    • επιδότηση
    • χρηματοδότηση
    • βοήθεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυχία
    • αποτυχημένη εφαρμογή
    2
  4. Ορισμός
    • Οικονομική βοήθεια που παρέχεται σε φοιτητή ή ερευνητή για τη συνέχιση των σπουδών ή της έρευνάς του.
    • Ένα ποσό χρημάτων που δίνεται σε κάποιον για να συνεχίσει τις σπουδές του, συνήθως με βάση την ακαδημαϊκή του επίδοση ή άλλα κριτήρια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Μαρία κέρδισε μια υποτροφία για να σπουδάσει στο εξωτερικό.
    • Η υποτροφία του καλύπτει όλα τα έξοδα σπουδών και διαβίωσης.
    2