Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπόγειο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπόγειος
-
υπόγεια
-
απόγειο
)
Συνώνυμα
καταγώγι
υπόστεγο
2
Αντώνυμα
επίπεδο
πάνω όροφος
2
Ορισμός
Το τμήμα ενός κτιρίου που βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του εδάφους.
Χώρος που χρησιμοποιείται για αποθήκευση ή άλλες χρήσεις κάτω από το κύριο μέρος ενός κτιρίου.
2
Παραδείγματα
Αποθήκευσε τα παλιά του βιβλία στο υπόγειο.
Το υπόγειο του σπιτιού μετατράπηκε σε γυμναστήριο.
2