Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπόκλιση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόκλιση
)
Συνώνυμα
υποκύλισμα
υποταγή
υποχώρηση
3
Αντώνυμα
ανυπακοή
αντίσταση
προσβολή
3
Ορισμός
Η πράξη του να υποκλίνει κάποιος, δηλαδή να σκύβει το κεφάλι ή το σώμα ως ένδειξη σεβασμού ή υποταγής.
Μεταφορικά, η συμπεριφορά που δείχνει υπακοή ή σεβασμό προς κάποιον.
2
Παραδείγματα
Ο υπηρέτης έκανε βαθιά υπόκλιση μπροστά στον βασιλιά.
Η υπόκλιση του μπροστά στις επιταγές του διευθυντή του έδειχνε την εξάρτησή του από αυτόν.
2