Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπόστεγο (επίθετο) - (παρόμοια:
υπόσταση
)
Συνώνυμα
σκεπασμένος
καλυμμένος
προστατευμένος
3
Αντώνυμα
ακάλυπτος
απροστάτευτος
εκτεθειμένος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται κάτω από στέγη ή κάλυμμα.
Που προστατεύεται από τις καιρικές συνθήκες.
2
Παραδείγματα
Το αυτοκίνητο ήταν υπόστεγο και γλίτωσε από τη χαλάζωση.
Οι εργάτες δούλευαν σε υπόστεγο χώρο για να προστατευτούν από τον ήλιο.
2