Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υπόσχεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπόθεση
-
υπόσταση
-
υπόσχομαι
)
Συνώνυμα
υπόσχεση
υπόσχεση
υπόσχεση
3
Αντώνυμα
αποτυχία
αποτυχία
αποτυχία
3
Ορισμός
Μια δήλωση ή δέσμευση ότι κάτι θα γίνει ή θα δοθεί.
Η πράξη της υπόσχεσης ή της δέσμευσης για κάτι.
2
Παραδείγματα
Η υπόσχεση του για μια καλύτερη ζωή ήταν ελκυστική.
Έδωσε την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει πριν το ηλιοβασίλεμα.
2