1. Λέξη
    φάγω (ρήμα) - (παρόμοια: φάγωμα)
  2. Συνώνυμα
    • τρώω
    • καταβροχθίζω
    • δαγκώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • νηστεύω
    • αποχωρώ
    2
  4. Ορισμός
    • να λαμβάνω τροφή στο στόμα και να την καταπίνω για θρέψη
    • να καταναλώνω κάτι ως τροφή
    • (μεταφορικά) να καταστρέφω ή να εξαντλώ κάτι
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα φάω ένα μήλο για πρωινό.
    • Ο σκύλος έφαγε όλο το φαγητό του.
    • Η φωτιά έφαγε όλο το ξύλο στο τζάκι.
    3