-
Λέξη
φάγω (ρήμα) - (παρόμοια:
φάγωμα)
-
Συνώνυμα
- τρώω
- καταβροχθίζω
- δαγκώνω
3
-
2
-
Ορισμός
- να λαμβάνω τροφή στο στόμα και να την καταπίνω για θρέψη
- να καταναλώνω κάτι ως τροφή
- (μεταφορικά) να καταστρέφω ή να εξαντλώ κάτι
3
-
Παραδείγματα
- Θα φάω ένα μήλο για πρωινό.
- Ο σκύλος έφαγε όλο το φαγητό του.
- Η φωτιά έφαγε όλο το ξύλο στο τζάκι.
3