Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φάσμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άσμα
-
φάση
-
φάντασμα
)
Συνώνυμα
οπτική εικόνα
είδωλο
φάντασμα
3
Αντώνυμα
πραγματικότητα
αλήθεια
2
Ορισμός
Μια οπτική εικόνα που δημιουργείται από τη διάθλαση ή την ανάκλαση του φωτός.
Ένα φάντασμα ή μια αόριστη μορφή που εμφανίζεται σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Το φάσμα του ουράνιου τόξου εμφανίστηκε μετά τη βροχή.
Το φάσμα του θανόντος πατέρα του τον στοίχειωε κάθε βράδυ.
2