1. Λέξη
    φιόγκος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: όγκος)
  2. Συνώνυμα
    • θόρυβος
    • κραυγή
    • αναφώνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπή
    • ησυχία
    2
  4. Ορισμός
    • Ήχος που προκαλείται από ξαφνική και έντονη κραυγή ή αναφώνηση.
    • Οποιοδήποτε δυνατός και αιφνίδιος ήχος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ένα δυνατό φιόγκος τον ξύπνησε από τον ύπνο του.
    • Ο φιόγκος της έκρηξης έκανε όλους να τραβήξουν την προσοχή τους.
    2