Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φιόγκος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
όγκος
)
Συνώνυμα
θόρυβος
κραυγή
αναφώνηση
3
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
Ήχος που προκαλείται από ξαφνική και έντονη κραυγή ή αναφώνηση.
Οποιοδήποτε δυνατός και αιφνίδιος ήχος.
2
Παραδείγματα
Ένα δυνατό φιόγκος τον ξύπνησε από τον ύπνο του.
Ο φιόγκος της έκρηξης έκανε όλους να τραβήξουν την προσοχή τους.
2