1. Λέξη
    φορώ (ρήμα) - (παρόμοια: φορά - φοραω - αφορώ - φοράω)
  2. Συνώνυμα
    • φέρω
    • βαστάζω
    • κουβαλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • ρίχνω
    • αποθέτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κρατώ κάτι πάνω μου, συνήθως ρούχα ή αξεσουάρ.
    • Να μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
    • Να έχω κάτι ως χαρακτηριστικό ή ιδιότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Φοράω ένα ζεστό παλτό το χειμώνα.
    • Η γυναίκα φορούσε ένα όμορφο κολιέ.
    • Ο δάσκαλος φοράει γυαλιά για να διαβάζει.
    3