-
-
3
-
3
-
Ορισμός
- Να κρατώ κάτι πάνω μου, συνήθως ρούχα ή αξεσουάρ.
- Να μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
- Να έχω κάτι ως χαρακτηριστικό ή ιδιότητα.
3
-
Παραδείγματα
- Φοράω ένα ζεστό παλτό το χειμώνα.
- Η γυναίκα φορούσε ένα όμορφο κολιέ.
- Ο δάσκαλος φοράει γυαλιά για να διαβάζει.
3