Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυσικός (επίθετο) - (παρόμοια:
φυσιολογικός
-
φυσικά
-
φυσική
-
υπερφυσικός
-
μουσικός
-
φυλετικός
)
Συνώνυμα
φυσιολογικός
αυθεντικός
γνήσιος
3
Αντώνυμα
τεχνητός
ψεύτικος
παραποιημένος
3
Ορισμός
Σχετικός με τη φύση ή που προέρχεται από αυτήν.
Αυθεντικός, που δεν έχει υποστεί επεξεργασία ή αλλοίωση.
Κατά κανόνα ή σύμφωνα με τους νόμους της φύσης.
3
Παραδείγματα
Η φυσική ομορφιά του τοπίου μας συνεπήρε.
Ο φυσικός χυμός πορτοκαλιού είναι πολύ πιο νόστιμος από τον επεξεργασμένο.
Είναι φυσικό να νιώθεις κούραση μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς.
3