Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάλκινο (επίθετο) - (παρόμοια:
χάλκινος
)
Συνώνυμα
μεταλλικό
κυανό
χαλκούχο
3
Αντώνυμα
ξύλινο
πλαστικό
γυάλινο
3
Ορισμός
Που είναι φτιαγμένο από χαλκό.
Που έχει το χρώμα του χαλκού.
Σχετικός με τον χαλκό.
3
Παραδείγματα
Η χάλκινη πλάκα ήταν πολύ βαριά.
Ο ουρανός είχε ένα χάλκινο χρώμα κατά το ηλιοβασίλεμα.
Οι χάλκινες εποχές ήταν σημαντικές για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
3