Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαιρετώ (ρήμα) - (παρόμοια:
χαιρετάω
-
χαιρετίζω
-
χαιρετήσω
-
αποχαιρετώ
-
χαιρετισμός
)
Συνώνυμα
χαιρετάω
καλημερίζω
γεια σου λέω
3
Αντώνυμα
αποχαιρετώ
αντιχαιρετώ
2
Ορισμός
Χαιρετώ σημαίνει να δίνω έναν χαιρετισμό σε κάποιον, συνήθως με λόγια ή χειρονομία.
Επίσης μπορεί να σημαίνει να χαιρετώ κάποιον όταν τον συναντώ ή όταν φεύγω.
2
Παραδείγματα
Όταν μπήκα στο δωμάτιο, χαιρέτησα όλους τους παρευρισκόμενους.
Συνήθως χαιρετώ τους γείτονες μου όταν τους βλέπω το πρωί.
2