Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλασμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
χαλασμένος
)
Συνώνυμα
κατεστραμμένο
αχρηστευμένο
παραμορφωμένο
3
Αντώνυμα
λειτουργικό
άθικτο
καλής κατάστασης
3
Ορισμός
που δεν λειτουργεί σωστά ή έχει υποστεί ζημιά
που έχει χαλάσει ή καταστραφεί
που δεν είναι πλέον σε καλή κατάσταση
3
Παραδείγματα
Το χαλασμένο ρολόι δεν έδειχνε την ώρα.
Έριξε το χαλασμένο κινητό του στο πάτωμα.
Η πόρτα ήταν χαλασμένη και δεν έκλεινε καλά.
3