1. Λέξη
    χαλασμένο (επίθετο) - (παρόμοια: χαλασμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κατεστραμμένο
    • αχρηστευμένο
    • παραμορφωμένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • λειτουργικό
    • άθικτο
    • καλής κατάστασης
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν λειτουργεί σωστά ή έχει υποστεί ζημιά
    • που έχει χαλάσει ή καταστραφεί
    • που δεν είναι πλέον σε καλή κατάσταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το χαλασμένο ρολόι δεν έδειχνε την ώρα.
    • Έριξε το χαλασμένο κινητό του στο πάτωμα.
    • Η πόρτα ήταν χαλασμένη και δεν έκλεινε καλά.
    3