1. Λέξη
    χαρούμενη (επίθετο) - (παρόμοια: χαρούμενος - χαρούλα - ηγούμενη)
  2. Συνώνυμα
    • ευτυχισμένη
    • περιχαρής
    • αισιόδοξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • θλιμμένη
    • δυστυχισμένη
    • μελαγχολική
    3
  4. Ορισμός
    • που εκφράζει ή νιώθει χαρά
    • που χαίρεται ή είναι ικανοποιημένη
    • που προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η χαρούμενη γυναίκα γέλασε δυνατά.
    • Μια χαρούμενη είδηση μας έφερε ο ταχυδρόμος.
    • Ήταν χαρούμενη με τα αποτελέσματα των εξετάσεων της.
    3