Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χορήγηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιχορήγηση
)
Συνώνυμα
παροχή
προμήθεια
χάριση
3
Αντώνυμα
απόσυρση
αφαίρεση
άρνηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια του να δίνεις κάτι σε κάποιον, ειδικά χρήματα ή πόρους.
Η διαδικασία παροχής επίσημης άδειας ή εξουσιοδότησης.
2
Παραδείγματα
Η χορήγηση δανείου από την τράπεζα βοήθησε την επιχείρηση να αναπτυχθεί.
Η χορήγηση άδειας οδήγησης απαιτεί επιτυχή εξέταση.
2