1. Λέξη
    χριστιανός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χριστιανικός - χριστιανισμός - χριστός)
  2. Συνώνυμα
    • πιστός
    • οπαδός του Χριστού
    • ακολουθός του Χριστού
    3
  3. Αντώνυμα
    • άπιστος
    • αγνωστικιστής
    • αθεϊστής
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που πιστεύει στον Ιησού Χριστό και ακολουθεί τη χριστιανική θρησκεία.
    • Μέλος της χριστιανικής εκκλησίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο χριστιανός παρακολουθεί την λειτουργία κάθε Κυριακή.
    • Πολλοί χριστιανοί πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού.
    2