Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χριστιανός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χριστιανικός
-
χριστιανισμός
-
χριστός
)
Συνώνυμα
πιστός
οπαδός του Χριστού
ακολουθός του Χριστού
3
Αντώνυμα
άπιστος
αγνωστικιστής
αθεϊστής
3
Ορισμός
Πρόσωπο που πιστεύει στον Ιησού Χριστό και ακολουθεί τη χριστιανική θρησκεία.
Μέλος της χριστιανικής εκκλησίας.
2
Παραδείγματα
Ο χριστιανός παρακολουθεί την λειτουργία κάθε Κυριακή.
Πολλοί χριστιανοί πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού.
2