1. Λέξη
    χωριάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χωριό)
  2. Συνώνυμα
    • αγρότης
    • χωρικός
    • αγροτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αστός
    • πολίτης
    • αστικός
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ζει και εργάζεται σε αγροτική περιοχή.
    • Πρόσωπο που ασχολείται με τη γεωργία ή την κτηνοτροφία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο χωριάτης ξύπνησε νωρίς για να πάει στα χωράφια του.
    • Οι χωριάτες συμμετείχαν στην ετήσια γιορτή του χωριού.
    2