1. Λέξη
    ψαράς (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ψαράκι)
  2. Συνώνυμα
    • αλιεύς
    • ψαρέας
    • θαλασσινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγρότης
    • γεωργός
    2
  4. Ορισμός
    • Επάγγελμα που ασχολείται με την αλίευση ψαριών και άλλων θαλασσινών οργανισμών.
    • Άτομο που ψαρεύει είτε επαγγελματικά είτε ως χόμπι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ψαράς επέστρεψε στο λιμάνι με γεμάτα δίχτυα.
    • Κάθε πρωί ο ψαράς ξεκινάει νωρίς για να πιάσει τα καλύτερα ψάρια.
    2