Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψαράς (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ψαράκι
)
Συνώνυμα
αλιεύς
ψαρέας
θαλασσινός
3
Αντώνυμα
αγρότης
γεωργός
2
Ορισμός
Επάγγελμα που ασχολείται με την αλίευση ψαριών και άλλων θαλασσινών οργανισμών.
Άτομο που ψαρεύει είτε επαγγελματικά είτε ως χόμπι.
2
Παραδείγματα
Ο ψαράς επέστρεψε στο λιμάνι με γεμάτα δίχτυα.
Κάθε πρωί ο ψαράς ξεκινάει νωρίς για να πιάσει τα καλύτερα ψάρια.
2