1. Λέξη
    όπισθεν (επίρρημα) - (παρόμοια: μετόπισθεν)
  2. Συνώνυμα
    • πίσω
    • οπίσω
    2
  3. Αντώνυμα
    • μπροστά
    • εμπρός
    2
  4. Ορισμός
    • Σε θέση ή κατεύθυνση που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου ή κάτι.
    • Σε σχέση με το χρόνο, σε προηγούμενη στιγμή ή περίοδο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος συνεχίζεται όπισθεν του λόφου.
    • Αναπολούσε τις στιγμές όπισθεν.
    2