Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
όπισθεν (επίρρημα) - (παρόμοια:
μετόπισθεν
)
Συνώνυμα
πίσω
οπίσω
2
Αντώνυμα
μπροστά
εμπρός
2
Ορισμός
Σε θέση ή κατεύθυνση που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου ή κάτι.
Σε σχέση με το χρόνο, σε προηγούμενη στιγμή ή περίοδο.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος συνεχίζεται όπισθεν του λόφου.
Αναπολούσε τις στιγμές όπισθεν.
2