1. Λέξη
    ώθηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προώθηση)
  2. Συνώνυμα
    • προσπάθεια
    • έμφυτη τάση
    • ένστικτο
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροθυμία
    • αποθάρρυνση
    2
  4. Ορισμός
    • Μια εσωτερική δύναμη που ωθεί κάποιον να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Μια ξαφνική και έντονη επιθυμία να κάνει κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ώθηση που ένιωσα να βοηθήσω ήταν αδύνατο να αγνοήσω.
    • Μερικές φορές, η ώθηση προς τη βία μπορεί να ελεγχθεί με αυτοσυγκράτηση.
    2