Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ώθηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προώθηση
)
Συνώνυμα
προσπάθεια
έμφυτη τάση
ένστικτο
3
Αντώνυμα
απροθυμία
αποθάρρυνση
2
Ορισμός
Μια εσωτερική δύναμη που ωθεί κάποιον να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο.
Μια ξαφνική και έντονη επιθυμία να κάνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Η ώθηση που ένιωσα να βοηθήσω ήταν αδύνατο να αγνοήσω.
Μερικές φορές, η ώθηση προς τη βία μπορεί να ελεγχθεί με αυτοσυγκράτηση.
2