1. Λέξη
    ώριμος (επίθετο) - (παρόμοια: γνώριμος - ανώριμος)
  2. Συνώνυμα
    • μεγάλος
    • έμπειρος
    • πλήρης
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανώριμος
    • άπειρος
    • ατελής
    3
  4. Ορισμός
    • Έχει φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη ή ωρίμανση.
    • Δείχνει καλή κρίση και σοβαρότητα λόγω της ηλικίας ή της εμπειρίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ώριμος άνθρωπος σκέφτεται τις συνέπειες των πράξεών του.
    • Τα ώριμα φρούτα είναι πιο γλυκά και τραγανά.
    2