1. Λέξη
    άγνωστος (επίθετο) - (παρόμοια: άρρωστος)
  2. Συνώνυμα
    • άγνωρος
    • αδιευκρίνιστος
    • ασαφής
    3
  3. Αντώνυμα
    • γνωστός
    • γνωρίζων
    • οικείος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν είναι γνωστός ή δεν έχει γίνει αντιληπτός.
    • Που δεν έχει αναγνωριστεί ή δεν έχει ταυτοποιηθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άγνωστος άνδρας μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να τον προσέξει κανείς.
    • Η ταυτότητα του δράστη παραμένει άγνωστη.
    2