Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άρρωστος (επίθετο) - (παρόμοια:
άρρωστη
-
άριστος
-
άγνωστος
-
άρτος
)
Συνώνυμα
ασθενής
αδύναμος
ανήμπορος
3
Αντώνυμα
υγιής
δυνατός
γερός
3
Ορισμός
Που πάσχει από κάποια ασθένεια ή διαταραχή της υγείας.
Που δεν είναι σε καλή κατάσταση ή λειτουργία.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου είναι άρρωστος και χρειάζεται φροντίδα.
Το αυτοκίνητο είναι άρρωστο και πρέπει να το πάμε στο συνεργείο.
2