1. Λέξη
    άρρωστος (επίθετο) - (παρόμοια: άρρωστη - άριστος - άγνωστος - άρτος)
  2. Συνώνυμα
    • ασθενής
    • αδύναμος
    • ανήμπορος
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγιής
    • δυνατός
    • γερός
    3
  4. Ορισμός
    • Που πάσχει από κάποια ασθένεια ή διαταραχή της υγείας.
    • Που δεν είναι σε καλή κατάσταση ή λειτουργία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου είναι άρρωστος και χρειάζεται φροντίδα.
    • Το αυτοκίνητο είναι άρρωστο και πρέπει να το πάμε στο συνεργείο.
    2