1. Λέξη
    άκακος (επίθετο) - (παρόμοια: άκατος - άκαρδος)
  2. Συνώνυμα
    • αθώος
    • απλός
    • αγνός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κακός
    • προμελετημένος
    • ύπουλος
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν έχει κακία ή δόλο
    • που δεν γνωρίζει το κακό ή δεν το έχει βιώσει
    • που χαρακτηρίζεται από απλότητα και ειλικρίνεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μικρός Γιάννης είναι ένα άκακο παιδί που πιστεύει σε όλους.
    • Η άκακη του συμπεριφορά έκανε όλους να τον αγαπούν.
    • Μια άκακη πράξη μπορεί να φέρει μεγάλη ευτυχία.
    3