Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άκακος (επίθετο) - (παρόμοια:
άκατος
-
άκαρδος
)
Συνώνυμα
αθώος
απλός
αγνός
3
Αντώνυμα
κακός
προμελετημένος
ύπουλος
3
Ορισμός
που δεν έχει κακία ή δόλο
που δεν γνωρίζει το κακό ή δεν το έχει βιώσει
που χαρακτηρίζεται από απλότητα και ειλικρίνεια
3
Παραδείγματα
Ο μικρός Γιάννης είναι ένα άκακο παιδί που πιστεύει σε όλους.
Η άκακη του συμπεριφορά έκανε όλους να τον αγαπούν.
Μια άκακη πράξη μπορεί να φέρει μεγάλη ευτυχία.
3