Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άκατος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άλατος
-
άκακος
-
άκαρδος
)
Συνώνυμα
βάρκα
λεμβάκι
σκάφος
3
Αντώνυμα
μεγάλο πλοίο
πλοίο
2
Ορισμός
Μικρό σκάφος, συνήθως με κουπιά, που χρησιμοποιείται για μεταφορά σε ρηχά νερά ή για ψάρεμα.
Μικρή ξύλινη βάρκα χωρίς κατάρτι.
2
Παραδείγματα
Ο ψαράς έπλεε με την άκατο του στη λίμνη.
Μια άκατος ήταν αγκυροβολημένη κοντά στην ακτή.
2