1. Λέξη
    άκατος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: άλατος - άκακος - άκαρδος)
  2. Συνώνυμα
    • βάρκα
    • λεμβάκι
    • σκάφος
    3
  3. Αντώνυμα
    • μεγάλο πλοίο
    • πλοίο
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό σκάφος, συνήθως με κουπιά, που χρησιμοποιείται για μεταφορά σε ρηχά νερά ή για ψάρεμα.
    • Μικρή ξύλινη βάρκα χωρίς κατάρτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ψαράς έπλεε με την άκατο του στη λίμνη.
    • Μια άκατος ήταν αγκυροβολημένη κοντά στην ακτή.
    2