1. Λέξη
    άλογο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανάλογο)
  2. Συνώνυμα
    • ίππος
    • άτι
    • ζώο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μεγάλο οικόσιτο ζώο με μακριά χαίτη και ουρά, που χρησιμοποιείται για μεταφορά, εργασία ή αναψυχή.
    • Στο σκάκι, το κομμάτι που κινείται σε σχήμα «L».
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το άλογο βόσκει στο λιβάδι.
    • Στο σκάκι, το άλογο κινείται σε σχήμα «L».
    2