Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άλογο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανάλογο
)
Συνώνυμα
ίππος
άτι
ζώο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μεγάλο οικόσιτο ζώο με μακριά χαίτη και ουρά, που χρησιμοποιείται για μεταφορά, εργασία ή αναψυχή.
Στο σκάκι, το κομμάτι που κινείται σε σχήμα «L».
2
Παραδείγματα
Το άλογο βόσκει στο λιβάδι.
Στο σκάκι, το άλογο κινείται σε σχήμα «L».
2