Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανάλογο (επίθετο) - (παρόμοια:
ανάλογος
-
άλογο
)
Συνώνυμα
παρόμοιο
συγγενές
αντίστοιχο
3
Αντώνυμα
αντίθετο
διαφορετικό
ετερογενές
3
Ορισμός
Που έχει ομοιότητα ή σχέση με κάτι άλλο.
Που αντιστοιχεί ή ταιριάζει με κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Το ανάλογο παράδειγμα δείχνει την ομοιότητα μεταξύ των δύο περιπτώσεων.
Η ανάλογη αντίδραση ήταν αναμενόμενη.
2