1. Λέξη
    άνετα (επίρρημα) - (παρόμοια: άνετος)
  2. Συνώνυμα
    • εύκολα
    • χωρίς δυσκολία
    • αβίαστα
    3
  3. Αντώνυμα
    • δύσκολα
    • με δυσκολία
    • με κόπο
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς δυσκολία ή κόπο.
    • Με άνεση και ευκολία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα κατάφερε άνετα χωρίς καμία βοήθεια.
    • Μπορείς να βρεις το σπίτι άνετα με το χάρτη.
    2