Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
άνετος (επίθετο) - (παρόμοια:
άνεχτος
-
άνετα
-
άνεμος
-
άσχετος
-
άνεργος
-
άπλετος
)
Συνώνυμα
χαλαρός
άνετος
αβίαστος
3
Αντώνυμα
στενοχωρημένος
αμήχανος
τεταμένος
3
Ορισμός
Χαρακτηριστικό κάποιου που δεν αισθάνεται άβολα ή πίεση.
Εύκολος, χωρίς δυσκολίες ή προβλήματα.
2
Παραδείγματα
Ένιωσε πολύ άνετος στο νέο του σπίτι.
Η διαδικασία ήταν πολύ άνετη και γρήγορη.
2